αλυκεία

αλυκεία
ἁλυκεία, η (Α) [ἁλυκός]
αλάτισμα, πάστωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”